-
1 политика
политика ж η πολιτική· мирная \политика η πολιτική ειρήνης· агрессивная \политика η επιθετική (или επιδρομική) πολιτική· внешняя (внутренняя)*\политика η εξωτερική ( εσωτερική) πολιτική* * *жη πολιτικήми́рная поли́тика — η πολιτική ειρήνης
агресси́вная поли́тика — η επιθετική ( или επιδρομική) πολιτική
вне́шняя (вну́тренняя) поли́тика — η εξωτερική (εσωτερική) πολιτική
-
2 политика
политикаж ἡ πολιτική:внешняя \политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· внутренняя \политика ἡ ἐσωτερική πολιτική· теку́щая \политика ἡ τρέχουσα πολιτική· Новая экономическая \политика (НЭП) ἡ νέα οίκονομική πολιτική. -
3 политика
-и θ.1. η πολιτική•мирная ειρηνόφιλη πολιτική•
агрессивная политика επιθετική πολιτική•
внутренняя и внешняя -εσωτερική και εξωτερική πολιτική•
текущая политика η τωρινή (τρέχουσα) πολιτική•
он не интересуется -ой αυτός δεν ενδιαφέρεται για τα πολιτικά.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ενέργειας, χειρισμού κ.τ.τ.3. επαναστατική δουλειά, συμμετοχή στο επαναστατικό κίνημα. -
4 гражданский
επ.1. πολιτικός• αστικός•-ие законы πολτική δικονομία•
-ое право αστικό δίκαιο•
гражданский кодекс αστικός κώδικας•
гражданский долг το χρέος του πολίτη•
акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•
-ие власти οι πολιτικές αρχές•
гражданский иск πολιτική αγωγή.
2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•-ая служба πολιτική υπηρεσία•
гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•
-ое платье πολιτική ενδυμασία.
3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•гражданский брак πολιτικός γάμος.
εκφρ.- ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων). -
5 внешнеполитический
внешнеполитический: \внешнеполитическийкурс η εξωτερική πολιτική* * *внешнеполити́ческий курс — η εξωτερική πολιτική
-
6 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
7 внутренний
внутренний и εσωτερικός' \внутреннийяя политика η εσωτερική πολιτική* * *вну́тренняя поли́тика — η εσωτερική πολιτική
-
8 миролюбивый
миролюбивый ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός· \миролюбивыйые народы οι φιλειρηνικοί λαοί* \миролюбивыйая политика η φιλειρηνική πολιτική* * *ειρηνόφιλος, φιλειρηνικόςмиролюби́вые наро́ды — οι φιλειρηνικοί λαοί
миролюби́вая поли́тика — η φιλειρηνική πολιτική
-
9 невмешательство
невмешательство с η μη ανάμιξη, η μη επέμβαση* политика \невмешательствоа η πολιτική της μη επέμβασης* * *сη μη ανάμιξη, η μη επέμβασηполи́тика невмеша́тельства — η πολιτική της μη επέμβασης
-
10 последовательный
последовательный συνεπής· λογικός (логичный)· \последовательныйая политика η συνεπής πολιτική* * *συνεπής; λογικός ( логичный)после́довательная поли́тика — η συνεπής πολιτική
-
11 просвещение
просвещение с η διαφώτιση, η μόρφωση, η παιδεία· политическое \просвещение масс η πολιτική διαφώτιση του λαού* * *сη διαφώτιση, η μόρφωση, η παιδείαполити́ческое просвеще́ние масс — η πολιτική διαφώτιση του λαού
-
12 разрядка
разрядка ж полит· η ύφεση· \разрядка международной напряжённости η ύφεση της διεθνούς έντασης' политика \разрядкаи напряжённости η πολιτική κατευνασμού* * *ж полит.η ύφεσηразря́дка междунаро́дной напряжённости — η ύφεση της διεθνούς έντασης
поли́тика разря́дки напряжённости — η πολιτική κατευνασμού
-
13 ситуация
ситуация ж η κατάσταση политическая \ситуация η πολιτική κατάσταση* * *жη κατάστασηполити́ческая ситуа́ция — η πολιτική κατάσταση
-
14 неграмотность
негра́мотн||остьж1. ἡ ἀγραμματωσύ-νη·2. перен (в чем-л.) ἡ ἀμάθεια, ἡ ἀγνοια:политическая \неграмотность ἡ πολιτική ἀγραμ-ματωσύνη, ἡ πολιτική ἀμάθεια. -
15 курс
-а α.1. κατεύθυνση, πορεία•держать ή взять курс на север κατευθύνομαι προς το βορά.
2. βασική πολιτική κατεύθυνση•курс на индустриализацию страны βασική πολιτική κατεύθυνση η εκβιομηχάνιση της χώρας.
3. μαθήματα, σειρά διαλέξεων εγχειρίδιο (με περιεχόμενο αυτών των διαλέξεων).4. πλήρης κύκλος διδασκαλίας•он кончил курс гимназии αυτός τέλειωσε το γυμνάσιο.
5. έτος φοίτησης (σε ανώτερα εκπαιδ. ιδρύματα)•перейти на четвёртый курс περνώ (προβιβάζομαι) στο τέταρτο έτος.
|| οι φοιτητές•второй курс пошёл на практику οι δευτεροετείς φοιτητές πήγαν για πρακτική εξάσκηση.
6. θεραπεία•курс лечения η προβλεπόμενη θεραπεία.
7. αξία, τιμή•биржевой курс οι τιμές του χρηματιστηρίου.
8. σχολή• μαθήματα•-ы иностранных языков σχολή ξένων γλωσσών•
-ы кройки и шитья σχολή κοπτικής και ραπτικής.
εκφρ.быть в -е – είμαι ενήμερος, γνώστης•держать в -е кого – κρατώ ενήμερον κάποιον. -
16 политический
επ.πολιτικός•политический режим πολιτικό καθεστώς•
политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•
политический деятель πολιτικός παράγοντας•
-ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•
-ие события πολιτικά γεγονότα•
-ие партии πολιτικά κόμματα•
политический преступник πολιτικός εγκληματίας•
-ие права πολιτικά δικαιώματα•
-ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).
-
17 авиация
1. (теория и практика полетов, служба, вид транспорта) η αεροπορίαразведывательная - αναγνώρισης/κατασκοπείαςтранспортная - μεταφορών/μεταγωγών2. (совокупность самолётов, вертолётов) о αεροπορικός/εναέριος στόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиация
-
18 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
19 идея
1. (понятие, представление) η ιδέα 2. (мысль, замысел) η ιδέα, η σκέψη 3. (основная, главная мысль чего-л) το νόημα, η έννοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идея
-
20 курс
1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους- следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс
См. также в других словарях:
πολιτική — Στην κοινή γλώσσα η λέξη π. έχει δύο έννοιες: μια γενική και μια ειδική. Στη γενική της έννοια σημαίνει, περίπου, γραμμή συμπεριφοράς, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τις μορφές ενέργειας ενός ή πολλών ανθρώπων, κατά σχετικά σταθερό τρόπο,… … Dictionary of Greek
πολιτική — η 1. η τέχνη να κυβερνάς ένα κράτος: Η πολιτική θέλει έμπειρους πολιτικούς. 2. ο τρόπος χειρισμού κρατικών υποθέσεων, αλλ. πρόγραμμα: Συζητήθηκε στη βουλή η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. 3. επιτήδεια ενέργεια ή συμπεριφορά: Στις σχέσεις με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικῇ — πολῑτικῇ , πολιτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτική — πολῑτική , πολιτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… … Dictionary of Greek
La sal de la vida — Πολίτικη Κουζίνα (Polítike kouzína), Bir Tutam Baharat 200px Título La sal de la vida / Un toque de Canela Ficha técnica Dirección Tassos Boulmetis Música Evan … Wikipedia Español
κληρικαλισμός — Πολιτική τάση που υποστηρίζει και επιδιώκει την ανάδειξη της Εκκλησίας και του κλήρου σε ηγετική δύναμη της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής μιας χώρας. Ονομάζεται και κληροκρατία. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν τη συμμετοχή του κλήρου στα … Dictionary of Greek
πανασιατισμός — Πολιτική κίνηση που αποβλέπει στην ένωση των ασιατικών κρατών για την κοινή αντιμετώπιση των επεκτατικών βλέψεων εξωασιατικών δυνάμεων. Πριν από τον τελευταίο πόλεμο, την ηγεσία του π. είχε η Ιαπωνία. Μετά τον πόλεμο ωστόσο, ο π., δεν… … Dictionary of Greek
παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… … Dictionary of Greek